- αρριβίστας
- αρριβιστής ο , αρριβίστρια η1) карьерист, -ка; 2) авантюрист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρριβίστας — και στής, ο (θηλ. στρια) αυτός που προσπαθεί να επιτύχει κάποιο σκοπό με κάθε μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. arriviste < arriver «φθάνω»] … Dictionary of Greek
αρριβισμός — ο η επιδίωξη για γρήγορη ανάδειξη με κάθε μέσο θεμιτό ή μη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. arrivisme < arriviste (πρβλ. αρριβίστας)] … Dictionary of Greek
Μαμαλάκη, Ζερμαίν — (Βρυξέλλες 1924 –). Λογοτέχνης. Είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Λογοτεχνών και έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα και κριτικές. Σπουδαιότερα έργα της είναι τα Κατοχή… … Dictionary of Greek